Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάρδαμο τα κάρδαμα
      γενική του κάρδαμου των κάρδαμων
    αιτιατική το κάρδαμο τα κάρδαμα
     κλητική κάρδαμο κάρδαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
το μπαχαρικό κάρδαμο

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρδαμο < αρχαία ελληνική κάρδαμον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάρδαμο ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτό, κηπευτικό τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται κυρίως σε σαλάτες
  2. (μπαχαρικό) είδος μπαχαρικού από το φυτό Elettaria cardamomum
     συνώνυμα: κακουλέ

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία