Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοιξιάτικος η ανοιξιάτικη το ανοιξιάτικο
      γενική του ανοιξιάτικου της ανοιξιάτικης του ανοιξιάτικου
    αιτιατική τον ανοιξιάτικο την ανοιξιάτικη το ανοιξιάτικο
     κλητική ανοιξιάτικε ανοιξιάτικη ανοιξιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοιξιάτικοι οι ανοιξιάτικες τα ανοιξιάτικα
      γενική των ανοιξιάτικων των ανοιξιάτικων των ανοιξιάτικων
    αιτιατική τους ανοιξιάτικους τις ανοιξιάτικες τα ανοιξιάτικα
     κλητική ανοιξιάτικοι ανοιξιάτικες ανοιξιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοιξιάτικος < άνοιξη

  Επίθετο επεξεργασία

ανοιξιάτικος

  • που αναφέρεται ή γίνεται την άνοιξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία