printanier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- printanier < printemps
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | printanier | printaniers |
θηλυκό | printanière | printanières |
printanier (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | printanier | printaniers |
θηλυκό | printanière | printanières |
printanier (fr)