Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων < υποθετικό αναμενόμενο επίθετο *Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος, -ος, -ον <
- < Βρύσων + -ο- + Θρασύμαχ(ος) + -ειο(ς) + ληψι- (λαμβάνω) + κέρμα, κερματ- + -ος
- Επίθετο που δημιούργησε ο κωμωδοποιός Έφιππος, σατιρίζοντας τον Πλάτωνα και τους πλατωνικούς φιλοσόφους.
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαΒρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων
- (άπαξ λεγόμενον) γενική πληθυντικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του *Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος: που λαμβάνει κέρματα, όπως κάνει ο Βρύσων και ο Θρασύμαχος
- ※ 4ος αιώνας πκε Έφιππος, κωμικός [Ephipp.], 14.3. - Αθήναιος, 509e (11.120) @perseus.tufts.edu
- διὸ καὶ Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Ναυάγῳ Πλάτωνά τε αὐτὸν καὶ τῶν γνωρίμων τινὰς κεκωμῴδηκεν ὡς καὶ ἐπ᾽ ἀργυρίῳ συκοφαντοῦντας, ἐμφαίνων ὅτι καὶ πολυτελῶς ἠσκοῦντο καὶ ὅτι τῆς εὐμορφίας τῶν καθ᾽ ἡμᾶς ἀσελγῶν πλείονα πρόνοιαν ἐποιοῦντο: λέγει δ᾽ οὕτως:
- ἔπειτ᾽ ἀναστὰς εὔστοχος νεανίας
τῶν ἐξ Ἀκαδημίας τις ὑποπλατωνικὸς
Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων, πληγεὶς ἀνάγκῃ […]
- ἔπειτ᾽ ἀναστὰς εὔστοχος νεανίας
- διὸ καὶ Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Ναυάγῳ Πλάτωνά τε αὐτὸν καὶ τῶν γνωρίμων τινὰς κεκωμῴδηκεν ὡς καὶ ἐπ᾽ ἀργυρίῳ συκοφαντοῦντας, ἐμφαίνων ὅτι καὶ πολυτελῶς ἠσκοῦντο καὶ ὅτι τῆς εὐμορφίας τῶν καθ᾽ ἡμᾶς ἀσελγῶν πλείονα πρόνοιαν ἐποιοῦντο: λέγει δ᾽ οὕτως:
- ※ 4ος αιώνας πκε Έφιππος, κωμικός [Ephipp.], 14.3. - Αθήναιος, 509e (11.120) @perseus.tufts.edu
Κλίση
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
Βρῡσωνοθρᾰσῠμᾰχειοληψῐκέρμᾰτo- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | *Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος | τὸ | -ον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | -ου | τοῦ | -ου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | -ῳ | τῷ | -ῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | -ον | τὸ | -ον | ||
κλητική ὦ! | -ε | -ον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | -οι | τὰ | -ᾰ | ||
γενική | τῶν | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων | τῶν | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | -οις | τοῖς | -οις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | -ους | τὰ | -ᾰ | ||
κλητική ὦ! | -οι | -ᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ω | τὼ | -ω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -οιν | τοῖν | -οιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος, Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.