Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίααμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν απαντά σε κείμενα αλλά σε γραμματικούς τύπους ή σε σύνθετες λέξεις - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία
επεξεργασία- *Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος → δείτε τη λέξη Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων
Επίθετο
επεξεργασία*Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος, -ος, -ο
- που λαμβάνει κέρματα, όπως κάνει ο Βρύσωνας και ο Θρασύμαχος
- (άπαξ λεγόμενον) μαρτυρείται στον τύπο Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων (δείτε το παράθεμα)
Κλίση
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
Βρῡσωνοθρᾰσῠμᾰχειοληψῐκέρμᾰτo- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | *Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος | τὸ | -ον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | -ου | τοῦ | -ου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | -ῳ | τῷ | -ῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | -ον | τὸ | -ον | ||
κλητική ὦ! | -ε | -ον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | -οι | τὰ | -ᾰ | ||
γενική | τῶν | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων | τῶν | Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικερμάτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | -οις | τοῖς | -οις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | -ους | τὰ | -ᾰ | ||
κλητική ὦ! | -οι | -ᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ω | τὼ | -ω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -οιν | τοῖν | -οιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Πηγές
επεξεργασία- Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματος, Βρυσωνοθρασυμαχειοληψικέρματοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.