πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Βρασῐδᾱ-
ονομαστική Βρασίδᾱς οἱ Βρασίδαι
      γενική τοῦ Βρασίδου τῶν Βρασιδῶν
      δοτική τῷ Βρασίδ τοῖς Βρασίδαις
    αιτιατική τὸν Βρασίδᾱν τοὺς Βρασίδᾱς
     κλητική ! Βρασίδ Βρασίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βρασίδ
γεν-δοτ τοῖν  Βρασίδαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βρασίδας αρσενικό