Αράλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αράλη | ||
γενική | της | Αράλης | ||
αιτιατική | την | Αράλη | ||
κλητική | Αράλη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾa.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρά‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑράλη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (υδρωνύμιο) πρώην υφάλμυρη λίμνη της Ασίας μεταξύ Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν
- ※ Η λίμνη Αράλη συρρικνώθηκε κατά 70% από το 1960 μέχρι σήμερα επειδή οι Σοβιετικοί διοχέτευσαν τα νερά από τους ποταμούς που κατέληγαν στη λίμνη σε διάφορες καλλιέργειες, προκαλώντας στις ντόπιες κοινωνίες ψαράδων δυστυχία και πείνα.
- Αράλη: από λίμνη έγινε πια έρημος, Η Καθημερινή, 25 Ιουνίου 2008
- ※ Η λίμνη Αράλη συρρικνώθηκε κατά 70% από το 1960 μέχρι σήμερα επειδή οι Σοβιετικοί διοχέτευσαν τα νερά από τους ποταμούς που κατέληγαν στη λίμνη σε διάφορες καλλιέργειες, προκαλώντας στις ντόπιες κοινωνίες ψαράδων δυστυχία και πείνα.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Αράλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αράλη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)