Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αββακούμ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αββακούμ αρσενικό άκλιτο

  1. ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
  2. ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αββακούμ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία