Ετυμολογία

επεξεργασία
sexagenarius < sexageni + -arius < sexaginta (εξήντα)

  Επίθετο

επεξεργασία

sexāgēnārĭus, -a, -um

  1. που περιέχει εξήντα μονάδες από κάτι
  2. που είναι εξήντα χρονών, εξηκοντούτης, εξηκονταετής, εξηντάρης, εξηντάχρονος
  3. που διαρκεί εξήντα χρόνια, εξηντάχρονος
  4. εξηντάχρονος που δεν γίνεται πλέον δεκτός να ψηφίσει στη en:Saepta Julia[1]
  5. (κατ’ επέκταση) (ειρωνικό) χαρακτηρισμός ανθρώπων που τους πετάνε μέσα στον ποταμό Τίβερη
  6. (ιστορία) αξιωματούχος με μισθό 60.000 σηστερτίους
    → δείτε τη λέξη κεντηνάριος
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική sexagenarius sexagenaria sexagenarium sexagenariī sexagenariae sexagenaria
γενική sexagenariī sexagenariae sexagenariī sexagenariōrum sexagenariārum sexagenariōrum
δοτική sexagenariō sexagenariae sexagenariō sexagenariīs sexagenariīs sexagenariīs
αιτιατική sexagenarium sexagenariam sexagenarium sexagenariōs sexagenariās sexagenaria
κλητική sexagenarie sexagenaria sexagenarium sexagenariī sexagenariae sexagenaria
αφαιρετική sexagenariō sexagenariā sexagenariō sexagenariīs sexagenariīs sexagenariīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)
  1. κι αν προσπαθούσε παράνομα να εισέλθει, τον γυρνούσαν πίσω από τη γέφυρα που οδηγούσε στο κτήριο της Saepta Julia· έτσι, προέκυψε και η λατινική παροιμία «Sexagenarios de ponte».