sexagenarius
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαsexāgēnārĭus, -a, -um
- που περιέχει εξήντα μονάδες από κάτι
- που είναι εξήντα χρονών, εξηκοντούτης, εξηκονταετής, εξηντάρης, εξηντάχρονος
- που διαρκεί εξήντα χρόνια, εξηντάχρονος
- εξηντάχρονος που δεν γίνεται πλέον δεκτός να ψηφίσει στη en:Saepta Julia[1]
- (κατ’ επέκταση) (ειρωνικό) χαρακτηρισμός ανθρώπων που τους πετάνε μέσα στον ποταμό Τίβερη
- (ιστορία) αξιωματούχος με μισθό 60.000 σηστερτίους
- → δείτε τη λέξη κεντηνάριος
Πηγές
επεξεργασία- sexagenarius - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κλίση
επεξεργασία- ↑ κι αν προσπαθούσε παράνομα να εισέλθει, τον γυρνούσαν πίσω από τη γέφυρα που οδηγούσε στο κτήριο της Saepta Julia· έτσι, προέκυψε και η λατινική παροιμία «Sexagenarios de ponte».