κεντηνάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεντηνάριος | οι | κεντηνάριοι |
γενική | του | κεντηνάριου & κεντηναρίου |
των | κεντηνάριων & κεντηναρίων |
αιτιατική | τον | κεντηνάριο | τους | κεντηνάριους & κεντηναρίους |
κλητική | κεντηνάριε | κεντηνάριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεντηνάριος < λατινική centenarius < centenus < centum
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεντηνάριος αρσενικό
- (ιστορία) αξιωματούχος με μισθό 100.000 σηστερτίους
- (ιστορία) φοροεισπράκτορας, ταμίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεντηνάριος