↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σηστέρτιος οι σηστέρτιοι
      γενική του σηστέρτιου
σηστερτίου
των σηστέρτιων
σηστερτίων
    αιτιατική τον σηστέρτιο τους σηστέρτιους
σηστερτίους
     κλητική σηστέρτιε σηστέρτιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σηστέρτιος < ελληνιστική κοινή σηστέρτιος / σεστέρτιος < λατινική sestertius < semis + tertius

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σηστέρτιος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία