σεστέρτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεστέρτιος < ελληνιστική κοινή σεστέρτιος / σηστέρτιος < λατινική sestertius < semis + tertius
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεστέρτιος αρσενικό
- (οικονομία) (ιστορία) άλλη μορφή του σηστέρτιος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεστέρτιος
|