Ετυμολογία

επεξεργασία
affiner < a- + fin + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fi.ne/

affiner (fr)

  1. καθαρίζω κατά κάποιον τρόπο
    Affiner l’or et l’argent.
    Affiner du fer, de l’étain.
    L’or s’affine en passant à la coupelle.
  2. λεπτύνω
    Affiner le lin, le chanvre.
  3. προκαλώ την ωρίμανση των τυριών
    On peut enfin saler les fromages et les affiner en deux temps.
  4. (μεταφορικά) εκλεπτύνω
    L’instruction affine l’esprit.
    L’esprit s’affine par la conversation.
    Ses manières se sont affinées.
  5. (παρωχημένο) εκπλήσσω με λεπτούς τρόπους, φέρσιμο
    Pour la seconde fois, les trompe et les affine (La Fontaine)
  6. (παρωχημένο) περνώ από το affinoir
  7. (παρωχημένο) λεπτύνω ένα καρφί, φτιάχνω την ακίδα του
  8. (παρωχημένο) ισχυροποιώ (χαρτόνι για το εξώφυλλο βιβλίων
  9. (παρωχημένο) αφαιρώ από το γυαλί τις φουσκάλες της τήξης

Συγγενικά

επεξεργασία