affiner
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαaffiner (fr)
- καθαρίζω κατά κάποιον τρόπο
- Affiner l’or et l’argent.
- Affiner du fer, de l’étain.
- L’or s’affine en passant à la coupelle.
- λεπτύνω
- Affiner le lin, le chanvre.
- προκαλώ την ωρίμανση των τυριών
- On peut enfin saler les fromages et les affiner en deux temps.
- (μεταφορικά) εκλεπτύνω
- L’instruction affine l’esprit.
- L’esprit s’affine par la conversation.
- Ses manières se sont affinées.
- (παρωχημένο) εκπλήσσω με λεπτούς τρόπους, φέρσιμο
- Pour la seconde fois, les trompe et les affine (La Fontaine)
- (παρωχημένο) περνώ από το affinoir
- (παρωχημένο) λεπτύνω ένα καρφί, φτιάχνω την ακίδα του
- (παρωχημένο) ισχυροποιώ (χαρτόνι για το εξώφυλλο βιβλίων
- (παρωχημένο) αφαιρώ από το γυαλί τις φουσκάλες της τήξης