ενικός         πληθυντικός  
affinage affinages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

affinage (fr) αρσενικό

  1. η τελειοποίηση
  2. (γαστρονομία) η ωρίμανση των τυριών
  3. ο καθαρισμός, ο εξαγνισμός

Συγγενικά

επεξεργασία