s'affiner
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασία- (pronominal: αντωνυμικό) (παρωχημένο) μιλώντας για κάποιον άνθρωπο: παίρνω λεπτές συνήθειες, φέρσιμο, λεξιλόγιο
- Cet homme s’est affiné.
- (μεταφορικά) χάνω βάρος σε σημείο που να αλλάζω σιλουέτα
- Elle s’est affinée.
- (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) μιλώντας για τον καιρό: ξανοίγομαι, ηρεμώ