Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /s‿a.fi.ne/

s'affiner (fr)

  1. (pronominal: αντωνυμικό) (παρωχημένο) μιλώντας για κάποιον άνθρωπο: παίρνω λεπτές συνήθειες, φέρσιμο, λεξιλόγιο
    Cet homme s’est affiné.
  2. (μεταφορικά) χάνω βάρος σε σημείο που να αλλάζω σιλουέτα
    Elle s’est affinée.
  3. (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) μιλώντας για τον καιρό: ξανοίγομαι, ηρεμώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία