ενικός         πληθυντικός  
affinement affinements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

affinement (fr) αρσενικό

  1. η εκλέπτυνση
     συνώνυμα: amincissement
  2. η τελειοποίηση
     συνώνυμα: perfectionnement

Συγγενικά

επεξεργασία