amincissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- amincissement < amincir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
amincissement | amincissements |
amincissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
amincissement | amincissements |
amincissement (fr) αρσενικό