Δείτε επίσης: kind
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Kind die Kinder
γενική des Kinds
Kindes
der Kinder
δοτική dem Kind
Kinde
den Kindern
αιτιατική das Kind die Kinder

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kind < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική kint < παλαιά άνω γερμανική kind [1] < πρωτογερμανική *kinþą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *g̑en(ə)- / *ǵenh₁- [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɪnt/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Kind (de) ουδέτερο

  1. το παιδί
    Die Verantwortung für die Erziehung des Kindes liegt nicht nur bei den Eltern, sondern auch bei der Schule.
    Ευθύνη για την ανατροφή του παιδιού δεν έχουν μόνο οι γονείς, αλλά και το σχολείο.
  2. (οικογένεια) το τέκνο, ο γόνος
    Ich habe zwei Kinder. Ein 26-jähriger Sohn und eine 22-jährige Tochter.
    Έχω δυο παιδιά. Έναν 26χρονο γιο και μια 22χρονη κόρη.
     συνώνυμα: Nachkomme
  3. φιλική προσφώνηση

Συγγενικά

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Kind - Duden online.
  2. Kind - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kind αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kind < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kind αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kind < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kind αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kind < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kind αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [5]