Kindererziehung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kindererziehung | die | Kindererziehungen |
γενική | der | Kindererziehung | der | Kindererziehungen |
δοτική | der | Kindererziehung | den | Kindererziehungen |
αιτιατική | die | Kindererziehung | die | Kindererziehungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαKindererziehung (de) θηλυκό
- η εκπαίδευση, η μόρφωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Kind