Brot
Γερμανικά (de) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Brot | Brote |
γενική | Brot(e)s | Brote |
δοτική | Brot(e) | Broten |
αιτιατική | Brot | Brote |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Brot < συγγενές με το αγγλικό bread
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
Brot (de) ουδέτερο
- το ψωμί
- ein stück Brot - ένα κομμάτι ψωμί