↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Brot die Brote
γενική des Brots
Brotes
der Brote
δοτική dem Brot
Brote
den Broten
αιτιατική das Brot die Brote

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Brot < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική brōt < παλαιά άνω γερμανική brōt < πρωτογερμανική *braudą [1] [2] (συγγενές με το αγγλικό bread)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁoːt/
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Brot (de) ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) το ψωμί
    ⮡  Das Brot ist frisch aus dem Ofen.
    Το ψωμί είναι φρέσκο από τον φούρνο.
  2. (συνεκδοχικά) ένα κομμάτι ή μια φέτα ψωμιού
    ⮡  Willst du zwei Brote mit Butter und Honig?
    Θες δυο φέτες ψωμί με βούτυρο και μέλι;
     συνώνυμα: Schnitte
  3. (μεταφορικά) ο βιοπορισμός, το μεροκάματο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Brot - Duden online.
  2. Brot - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Brot < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Brot αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Brot < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Brot αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [2]