Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Brot die Brote
γενική des Brots
Brotes
der Brote
δοτική dem Brot
Brote
den Broten
αιτιατική das Brot die Brote

  Ετυμολογία επεξεργασία

Brot < συγγενές με το αγγλικό bread

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bʁoːt/
 
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Brot (de) ουδέτερο

  • το ψωμί
    • ein stück Brot - ένα κομμάτι ψωμί

Σύνθετα επεξεργασία



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Brot < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Brot αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Brot < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Brot αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]