Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bread
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Σύνθετα
1.2
Ρήμα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bread
(en)
το
ψωμί
⮡
white/brown
bread
- άσπρο/μαύρο
ψωμί
Σύνθετα
επεξεργασία
breadcrumbs
bread-and-butter
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας
bread
γ΄
ενικό
ενεστώτα
breads
αόριστος
breaded
παθητική μετοχή
breaded
ενεργητική
μετοχή
breading
bread
(en)
πανάρω
⮡
I breaded
the schnitzel.
Πανάρισα
το σνίτσελ.
Πηγές
επεξεργασία
bread
-
Oxford Learner's Dictionaries