Ουσιαστικό

επεξεργασία

bread (en)

  • το ψωμί
      white/brown bread - άσπρο/μαύρο ψωμί
ενεστώτας bread
γ΄ ενικό ενεστώτα breads
αόριστος breaded
παθητική μετοχή breaded
ενεργητική μετοχή breading

bread (en)

  • πανάρω
      I breaded the schnitzel.
    Πανάρισα το σνίτσελ.