-οστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -οστός | η | -οστή | το | -οστό |
γενική | του | -οστού | της | -οστής | του | -οστού |
αιτιατική | τον | -οστό | τη(ν) | -οστή | το | -οστό |
κλητική | -οστέ | -οστή | -οστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -οστοί | οι | -οστές | τα | -οστά |
γενική | των | -οστών | των | -οστών | των | -οστών |
αιτιατική | τους | -οστούς | τις | -οστές | τα | -οστά |
κλητική | -οστοί | -οστές | -οστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -οστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -οστός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ο‐στός
Επίθημα επεξεργασία
-οστός, -ή, -ό
- επίθημα αριθμητικών για αριθμούς μεγαλύτερους από το είκοσι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-οστός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -οστός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)