Δείτε επίσης: κήλη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -κήλη οι -κήλες
      γενική της -κήλης των -κηλών
    αιτιατική τη(ν) -κήλη τις -κήλες
     κλητική -κήλη -κήλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-κήλη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -κήλη[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈci.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κή‐λη

  Επίθημα

επεξεργασία

-κήλη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -κήληΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)