Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -θάνατος η -θάνατη το -θάνατο
      γενική του -θάνατου της -θάνατης του -θάνατου
    αιτιατική τον -θάνατο τη(ν) -θάνατη το -θάνατο
     κλητική -θάνατε -θάνατη -θάνατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -θάνατοι οι -θάνατες τα -θάνατα
      γενική των -θάνατων των -θάνατων των -θάνατων
    αιτιατική τους -θάνατους τις -θάνατες τα -θάνατα
     κλητική -θάνατοι -θάνατες -θάνατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-θάνατος < αρχαία ελληνική -θάνατος < θάνατος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθa.na.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -θά‐να‐τος

  Επίθημα επεξεργασία

-θάνατος, -η, -ο

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -θάνατοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)