ῥᾳστώνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ῥᾳστώνη | αἱ | ῥᾳστῶναι |
γενική | τῆς | ῥᾳστώνης | τῶν | ῥᾳστωνῶν |
δοτική | τῇ | ῥᾳστώνῃ | ταῖς | ῥᾳστώναις |
αιτιατική | τὴν | ῥᾳστώνην | τὰς | ῥᾳστώνᾱς |
κλητική ὦ! | ῥᾳστώνη | ῥᾳστῶναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥᾳστώνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥᾳστώναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαῥᾳστώνη ( & ιωνικός τύπος ῥῃστώνη)
- ευχέρεια, ευκολία, άνεση
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ἀριστοτέλης, Τὰ μετὰ τὰ φυσικά, 1.982b@perseus.tuftus.edu
- σχεδὸν γὰρ πάντων ὑπαρχόντων τῶν ἀναγκαίων καὶ τῶν πρὸς ῥᾳστώνην καὶ διαγωγὴν ἡ τοιαύτη φρόνησις ἤρξατο ζητεῖσθαι
- μόνο όταν σχεδόν όλες οι άμεσες ανάγκες τους ικανοποιήθηκαν, και το ίδιο συνέβη και με την άνεση και την απόλαυσή τους, μόνο τότε στράφηκαν οι άνθρωποι σ' αυτού του είδους την πνευματική αναζήτηση
- ευμενής διάθεση, ηπιότητα, πραότητα
- ανάπαυση, ανάπαυλα
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Σέξτος Εμπειρικός, Πρὸς μαθηματικούς S.E. A.M.(Adversus Mathematicos, 11.155 @scaife@perseus
- ὁ δὲ μέσος καὶ παρατείνων οὔτε παρ’ ὅλον ἐστὶ τὸν βίον οὔτε συνεχὴς τὴν φύσιν, ἀλλὰ πολλὰς διαναπαύσεις ἔχων καὶ ῥαστώνας·
- → λείπει η μετάφραση
- νωχέλεια, ολιγωρία, η ραστώνη
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 779α
- ἀγνοοῦντας δ᾽ αὖ τὴν ῥᾳστώνην ὡς ὄντως ἐστὶν ἐκ τῶν πόνων: ἐκ ῥᾳστώνης δέ γε, οἶμαι, τῆς αἰσχρᾶς οἱ πόνοι καὶ ῥᾳθυμίας πεφύκασι γίγνεσθαι πάλιν.
- → λείπει η μετάφραση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ῥᾷστος, ῥάδιος και ῥᾶ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ῥᾳστώνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥᾳστώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.