ῥύσιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ῥύσιον | τὰ | ῥύσιᾰ |
γενική | τοῦ | ῥυσίου | τῶν | ῥυσίων |
δοτική | τῷ | ῥυσίῳ | τοῖς | ῥυσίοις |
αιτιατική | τὸ | ῥύσιον | τὰ | ῥύσιᾰ |
κλητική ὦ! | ῥύσιον | ῥύσιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥυσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥυσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥύσιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ῥύσιος < ἐρύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥύσιον ουδέτερο
- αυτό που το παίρνουν με τη βία, που το αρπάζουν
- λεία, λάφυρο
- ενέχυρο, εγγύηση (ενδεχομένως για απελευθέρωση κάποιου)
- αποζημίωση
- αντίποινο