καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπεπιθεωρητής οἱ ὑπεπιθεωρηταί
      γενική τοῦ ὑπεπιθεωρητοῦ τῶν ὑπεπιθεωρητῶν
      δοτική τῷ ὑπεπιθεωρητ τοῖς ὑπεπιθεωρηταῖς
    αιτιατική τὸν ὑπεπιθεωρητήν τοὺς ὑπεπιθεωρητάς
     κλητική ! ὑπεπιθεωρητά ὑπεπιθεωρηταί
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπεπιθεωρητής < ὑπ- + ἐπιθεωρητής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.pe.pi.θe.o.ɾiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ὑ‐πε‐πι‐θε‐ω‐ρη‐τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὑπεπιθεωρητής αρσενικό

  • (επάγγελμα, σπάνιο) ο δεύτερος σε βαθμίδα ή αναπληρωματικός επιθεωρητής
    ※  Μετατίθενται οἱ χαρακτηρισμένοι ταγματάρχαι τοῦ σώματος τῆς χωροφυλακῆς [όνομα] ὑπεπιθεωρητὴς τῆς χωροφυλακῆς ἀπὸ τὸ ἀρχηγεῖον τοῦ σώματος τῆς χωροφυλακῆς εἰς τὴν Μεραρχίαν Μεσσηνίας, διοριζόμενος Διοικητὴς τῆς Μοίρας ταύτης.
    Διάταγμα περί μεταθέσεως εις την χωροφυλακήν, Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αριθ. 54, 10 Δεκεμβρίου 1847, σελ. 264. @google.books
    ※  Εἰς ἕκαστον ὑπεπιθεωρητὴν θέλει δοθῇ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἐπιθεωρήσεως εἷς ἐνωμοτάρχης γραμματεὺς, ὅστις θέλει ἀπολαύει τὸ ἐπιμίσθιον τῶν λοιπῶν ἐνωμοταρχῶν γραμματέων τῶν μοιρῶν.
    Κανονισμός της υπηρεσίας της χωροφυλακής, Αθήνησι: Τύποις Φ. Καραμπίνου και Κ. Βάφα, 1849. σελ. 11. @google.books
    ※  Τὸν Μοίραρχον Λακωνίας [όνομα] διορίζωμεν ὑπεπιθεωρητὴν τῆς χωροφυλακῆς πρὸς ἀναπλήρωσιν μιᾶς τῶν κενῶν θέσεων ὑπεπιθεωρητοῦ.
    Διάταγμα περί διορισμού υπεπιθεωρητού εις την Χωροφυλακήν, Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αριθ. 34, 29 Σεπτεμβρίου 1850, σελ. 313. @google.books