Δείτε επίσης: υπαρκτός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ῠπαρκτο-
ονομαστική ὑπαρκτός ὑπαρκτή τὸ ὑπαρκτόν
      γενική τοῦ ὑπαρκτοῦ τῆς ὑπαρκτῆς τοῦ ὑπαρκτοῦ
      δοτική τῷ ὑπαρκτ τῇ ὑπαρκτ τῷ ὑπαρκτ
    αιτιατική τὸν ὑπαρκτόν τὴν ὑπαρκτήν τὸ ὑπαρκτόν
     κλητική ! ὑπαρκτέ ὑπαρκτή ὑπαρκτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὑπαρκτοί αἱ ὑπαρκταί τὰ ὑπαρκτᾰ́
      γενική τῶν ὑπαρκτῶν τῶν ὑπαρκτῶν τῶν ὑπαρκτῶν
      δοτική τοῖς ὑπαρκτοῖς ταῖς ὑπαρκταῖς τοῖς ὑπαρκτοῖς
    αιτιατική τοὺς ὑπαρκτούς τὰς ὑπαρκτᾱ́ς τὰ ὑπαρκτᾰ́
     κλητική ! ὑπαρκτοί ὑπαρκταί ὑπαρκτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑπαρκτώ τὼ ὑπαρκτᾱ́ τὼ ὑπαρκτώ
      γεν-δοτ τοῖν ὑπαρκτοῖν τοῖν ὑπαρκταῖν τοῖν ὑπαρκτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπαρκτός < αρχαία ελληνική ὑπάρχω, ὑπαρκ- + -τός < ὑπό (ὑπ-) + ἄρχω

  Επίθετο επεξεργασία

ὑπαρκτός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. (ρηματικό επίθετο) υπαρκτός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τά ὑπαρκτά: η ύπαρξη

  Πηγές επεξεργασία