ὄλβιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄλβιος | ἡ | ὀλβίᾱ & ὄλβιος |
τὸ | ὄλβιον |
γενική | τοῦ | ὀλβίου | τῆς | ὀλβίᾱς & ὀλβίου |
τοῦ | ὀλβίου |
δοτική | τῷ | ὀλβίῳ | τῇ | ὀλβίᾳ & ὀλβίῳ |
τῷ | ὀλβίῳ |
αιτιατική | τὸν | ὄλβιον | τὴν | ὀλβίᾱν & ὄλβιον |
τὸ | ὄλβιον |
κλητική ὦ! | ὄλβιε | ὀλβίᾱ & ὄλβιε |
ὄλβιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ὄλβιοι | αἱ | ὄλβιαι & ὄλβιοι |
τὰ | ὄλβιᾰ |
γενική | τῶν | ὀλβίων | τῶν | ὀλβίων & ὀλβίων |
τῶν | ὀλβίων |
δοτική | τοῖς | ὀλβίοις | ταῖς | ὀλβίαις & ὀλβίοις |
τοῖς | ὀλβίοις |
αιτιατική | τοὺς | ὀλβίους | τὰς | ὀλβίᾱς & ὀλβίους |
τὰ | ὄλβιᾰ |
κλητική ὦ! | ὄλβιοι | ὄλβιαι & ὄλβιοι |
ὄλβιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλβίω | τὼ | ὀλβίᾱ & ὀλβίω |
τὼ | ὀλβίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ὀλβίοιν | τοῖν | ὀλβίαιν & ὀλβίοιν |
τοῖν | ὀλβίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὄλβιος, -ία/-ιος, -ιον,, συγκριτικός :ὀλβιώτερος, υπερθετικός : ὀλβιώτατος/ὄλβιστος
- ευδαίμων, ευτυχής, μακάριος, όλβιος
- (για πράγματα, στον πληθυντικό του ουδετέρου) πλούσιος
- ⮡ θεοί ὄλβια δοῖεν - μακάρι οι θεοί να δώσουν πλούσια δώρα
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄλβιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄλβιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.