Δείτε επίσης: όλβιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὄλβιος ὀλβί
ὄλβιος
τὸ ὄλβιον
      γενική τοῦ ὀλβίου τῆς ὀλβίᾱς
ὀλβίου
τοῦ ὀλβίου
      δοτική τῷ ὀλβί τῇ ὀλβί
ὀλβί
τῷ ὀλβί
    αιτιατική τὸν ὄλβιον τὴν ὀλβίᾱν
ὄλβιον
τὸ ὄλβιον
     κλητική ! ὄλβιε ὀλβί
ὄλβιε
ὄλβιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὄλβιοι αἱ ὄλβιαι
ὄλβιοι
τὰ ὄλβι
      γενική τῶν ὀλβίων τῶν ὀλβίων
ὀλβίων
τῶν ὀλβίων
      δοτική τοῖς ὀλβίοις ταῖς ὀλβίαις
ὀλβίοις
τοῖς ὀλβίοις
    αιτιατική τοὺς ὀλβίους τὰς ὀλβίᾱς
ὀλβίους
τὰ ὄλβι
     κλητική ! ὄλβιοι ὄλβιαι
ὄλβιοι
ὄλβι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀλβίω τὼ ὀλβί
ὀλβίω
τὼ ὀλβίω
      γεν-δοτ τοῖν ὀλβίοιν τοῖν ὀλβίαιν
ὀλβίοιν
τοῖν ὀλβίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄλβιος < ὄλβ(ος) + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

ὄλβιος, -ία/-ιος, -ιον,, συγκριτικός:ὀλβιώτερος, υπερθετικός: ὀλβιώτατος/ὄλβιστος

  1. ευδαίμων, ευτυχής, μακάριος, όλβιος
  2. (για πράγματα, στον πληθυντικό του ουδετέρου) πλούσιος
    θεοί ὄλβια δοῖεν - μακάρι οι θεοί να δώσουν πλούσια δώρα

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία