Δείτε επίσης: ὀλβία, Ὄλβια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὀλβί αἱ Ὀλβίαι
      γενική τῆς Ὀλβίᾱς τῶν Ὀλβιῶν
      δοτική τῇ Ὀλβί ταῖς Ὀλβίαις
    αιτιατική τὴν Ὀλβίᾱν τὰς Ὀλβίᾱς
     κλητική ! Ὀλβί Ὀλβίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὀλβί
γεν-δοτ τοῖν  Ὀλβίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ὀλβία < ὀλβία, θηλυκό του ὄλβιος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ὀλβία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία