Δείτε επίσης: ὄλβιος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

όλβιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄλβιος

  Επίθετο επεξεργασία

όλβιος, -ία, -ο [1] (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ὄλβιος)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)