όλβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- όλβιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὄλβιος
Επίθετο επεξεργασία
όλβιος, -ία, -ο [1] (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ὄλβιος)
- (αρχαιοπρεπές, απαρχαιωμένο, σπάνιο) ευτυχής, που ζει γαλήνια
- ※ Όλβιοι όσοι τον συνάντησαν και όσοι θα τον συναντήσουν (Μια σπουδαία αναδρομική έκθεση του εικαστικού Δημήτρη Μανίνη στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, in.gr, 9/5/2022 [1])
- ※ (καθαρεύουσα) Ὅσῳ δριμύτερος ἐφύσα ἔξω ὁ βορρᾶς, ὅσῳ πυκνοτέρα κατέπιπτεν ἡ χιών, τόσω σφιγκτότερα ἐνηγκαλίζετο τὸ ὄλβιον ἐκεῖνο ζεῦγος,
- Εμμανουήλ Ροΐδης, Η Πάπισσα Ιωάννα (1886), Μέρος Α΄
- ≈ συνώνυμα: μακάριος, ευδαίμονας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
όλβιος
→ δείτε τη λέξη ευτυχής |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)