ὄλβος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄλβος | οἱ | ὄλβοι |
γενική | τοῦ | ὄλβου | τῶν | ὄλβων |
δοτική | τῷ | ὄλβῳ | τοῖς | ὄλβοις |
αιτιατική | τὸν | ὄλβον | τοὺς | ὄλβους |
κλητική ὦ! | ὄλβε | ὄλβοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄλβω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὄλβοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄλβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄλβος αρσενικό
- ευτυχία, ευδαιμονία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 943 (943-944)
- ὁ δ᾽ ὄλβος ἀδίκως καὶ μετὰ σκαιῶν ξυνὼν | ἐξέπτατ᾽ οἴκων, σμικρὸν ἀνθήσας χρόνον.
- Η άνομη ευτυχία σε φαύλους όταν πάει, | φτερουγίζει μακριά απ᾽ τα σπιτικά τους, αφού μόνο λίγο καιρόν ανθίσει.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 943 (943-944)
- πλούτος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 326
- παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ.
- και λίγο χρόνο ο πλούτος αυτόν ακολουθεί.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- παῦρον δέ τ᾽ ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 326
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄλβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄλβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.