όλβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όλβος | οι | όλβοι |
γενική | του | όλβου | των | όλβων |
αιτιατική | τον | όλβο | τους | όλβους |
κλητική | όλβε | όλβοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όλβος < αρχαία ελληνική ὄλβος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόλβος αρσενικό
- ο πλούτος, η ευμάρεια
- η ευτυχία, η ευδαιμονία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όλβος
|