ὀλεθροτόκος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀλεθροτόκος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀλεθροτόκος
Επίθετο επεξεργασία
ὀλεθροτόκος, -ος, -ον
- (ως επίθετο του διαβόλου) που προκαλεί καταστροφή, που δημιουργεί συμφορές
- ※ 11ος αιώνας, ⌘ Βίος Βαρλαάμ καί Ιωάσαφ, ανωνύμου, XXXIX, @catholiclibrary.org
- ἀφάνισον, παντοδύναμε, πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἀπατεῶνος ἀπὸ προσώπου τοῦ δούλου σου, καὶ δὸς αὐτῷ ἐξουσίαν πατεῖν τὴν ὀλεθροτόκον κάραν τοῦ πολεμίου τῶν ἡμετέρων ψυχῶν. κατάπεμψον ἐξ ὕψους τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος.
- ※ 11ος αιώνας, ⌘ Βίος Βαρλαάμ καί Ιωάσαφ, ανωνύμου, XXXIX, @catholiclibrary.org
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
- ὀλεθροτόκον (αιτιατική ενικού)
Πηγές επεξεργασία
- σελ.215, Τόμος ΙΒ΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ὀλεθροτόκος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ὀλεθροτόκος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Εκδότης: Harvard University Press, 1870, σελ. 800 @archive.org
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀλεθροτόκος | τὸ | ὀλεθροτόκον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ὀλεθροτόκου | τοῦ | ὀλεθροτόκου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ὀλεθροτόκῳ | τῷ | ὀλεθροτόκῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀλεθροτόκον | τὸ | ὀλεθροτόκον | ||
κλητική ὦ! | ὀλεθροτόκε | ὀλεθροτόκον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ὀλεθροτόκοι | τὰ | ὀλεθροτόκᾰ | ||
γενική | τῶν | ὀλεθροτόκων | τῶν | ὀλεθροτόκων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ὀλεθροτόκοις | τοῖς | ὀλεθροτόκοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ὀλεθροτόκους | τὰ | ὀλεθροτόκᾰ | ||
κλητική ὦ! | ὀλεθροτόκοι | ὀλεθροτόκᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλεθροτόκω | τὼ | ὀλεθροτόκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀλεθροτόκοιν | τοῖν | ὀλεθροτόκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ὀλεθροτόκος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που προκαλεί καταστροφή, όλεθρο
- ※ 4ος↓ αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, @books.google.gr
- τοιαύτη μὲν ἀπὸ τοῦ πρωτοπλάστου τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει νεόσπορος ἡ ἁμαρτία φυεῖσα, οὐκ ἀνάρχως οὖσα, διὰ τῶν παθεξῆς εἰς στάχυν πολύχουν τὸν ὀλεθροτόκον αὐτῆς ἀνέδωκε καρκόν(sic), οὗ καὶ ἡμᾶς παντάπασιν ἀνακαθηράμενος Χριστὲ ὁ Θεὸς τῆς σῆς εὐλογίας, τῆς σῆς δικαιοσύνης καὶ εἰρήνης καὶ χρηστότητος πλήρωσον, ὅτι μόνος εὐλογητὸς εἶ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας ἀμήν.
- Gregorius., Dronke, Ernst Friedrich Johann. Carmina Selecta: Accedit Nicetae Davidis Paraphrasis nunc primum e Codice Cusano edita. Γερμανία: Vandenhoeck et Ruprecht, 1840, σελ. 18-19
- τοιαύτη μὲν ἀπὸ τοῦ πρωτοπλάστου τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει νεόσπορος ἡ ἁμαρτία φυεῖσα, οὐκ ἀνάρχως οὖσα, διὰ τῶν παθεξῆς εἰς στάχυν πολύχουν τὸν ὀλεθροτόκον αὐτῆς ἀνέδωκε καρκόν(sic), οὗ καὶ ἡμᾶς παντάπασιν ἀνακαθηράμενος Χριστὲ ὁ Θεὸς τῆς σῆς εὐλογίας, τῆς σῆς δικαιοσύνης καὶ εἰρήνης καὶ χρηστότητος πλήρωσον, ὅτι μόνος εὐλογητὸς εἶ καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας ἀμήν.
- ※ 4ος↓ αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, @books.google.gr
Πηγές επεξεργασία
- ὀλεθροτόκος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].