ἰδάλιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἰδάλιμος, -ος, -ον
- που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 415 (414-416)
- Ἦμος δὴ λήγει μένος ὀξέος ἠελίοιο | καύματος ἰδαλίμου, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος | Ζηνὸς ἐρισθενέος,
- Μόλις του καυτερού τού ήλιου η δύναμη | την κάψα που φέρνει ιδρώτα πάψει, και βρέξει φθινοπωρινά | ο Δίας ο μεγαλοδύναμος,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ἦμος δὴ λήγει μένος ὀξέος ἠελίοιο | καύματος ἰδαλίμου, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος | Ζηνὸς ἐρισθενέος,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 415 (414-416)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
επεξεργασία- ἰδάλιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰδάλιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.