→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἰδάλιμος τὸ ἰδάλιμον
      γενική τοῦ/τῆς ἰδαλίμου τοῦ ἰδαλίμου
      δοτική τῷ/τῇ ἰδαλίμ τῷ ἰδαλίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἰδάλιμον τὸ ἰδάλιμον
     κλητική ! ἰδάλιμε ἰδάλιμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἰδάλιμοι τὰ ἰδάλιμ
      γενική τῶν ἰδαλίμων τῶν ἰδαλίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἰδαλίμοις τοῖς ἰδαλίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἰδαλίμους τὰ ἰδάλιμ
     κλητική ! ἰδάλιμοι ἰδάλιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰδαλίμω τὼ ἰδαλίμω
      γεν-δοτ τοῖν ἰδαλίμοιν τοῖν ἰδαλίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰδάλιμος < ἶδος + -άλιμος (κατ' αντιστοιχία με τα κυδάλιμος και εἰδάλιμος).[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἰδάλιμος, -ος, -ον

  • που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 415 (414-416)
    Ἦμος δὴ λήγει μένος ὀξέος ἠελίοιο | καύματος ἰδαλίμου, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος | Ζηνὸς ἐρισθενέος,
    Μόλις του καυτερού τού ήλιου η δύναμη | την κάψα που φέρνει ιδρώτα πάψει, και βρέξει φθινοπωρινά | ο Δίας ο μεγαλοδύναμος,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.