→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἶδος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἶδος, -εος ουδέτερο

  1. έντονη θερμότητα
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 397 (396-397)
    καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν | ἴδει ἐν αἰνοτάτῳ, ὅτε τε χρόα Σείριος ἄζει,
    κι όλη τη μέρα απ᾽ την αυγή το άσμα του σκορπάει | μέσα στην κάψα τη φριχτότερη, όταν ο Σείριος το δέρμα το ξεραίνει,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. ιδρώτας

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία