→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἕκηλος τὸ ἕκηλον
      γενική τοῦ/τῆς ἑκήλου τοῦ ἑκήλου
      δοτική τῷ/τῇ ἑκήλ τῷ ἑκήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἕκηλον τὸ ἕκηλον
     κλητική ! ἕκηλε ἕκηλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἕκηλοι τὰ ἕκηλ
      γενική τῶν ἑκήλων τῶν ἑκήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἑκήλοις τοῖς ἑκήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἑκήλους τὰ ἕκηλ
     κλητική ! ἕκηλοι ἕκηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑκήλω τὼ ἑκήλω
      γεν-δοτ τοῖν ἑκήλοιν τοῖν ἑκήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕκηλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἕκηλος, -ος, -ον

  1. ήσυχος, που βρίσκεται σε ηρεμία, σε γαλήνη
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
  2. ανεμπόδιστος
  3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
  4. (για δέντρα) ακίνητος, ασάλευτος
  5. (το ουδέτερο πληθυντικού ως επίρρημα) (ἕκηλα) ήσυχα, ήρεμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία