Δείτε επίσης: έξαλλος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔξαλλος τὸ ἔξαλλον
      γενική τοῦ/τῆς ἐξάλλου τοῦ ἐξάλλου
      δοτική τῷ/τῇ ἐξάλλ τῷ ἐξάλλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔξαλλον τὸ ἔξαλλον
     κλητική ! ἔξαλλε ἔξαλλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔξαλλοι τὰ ἔξαλλ
      γενική τῶν ἐξάλλων τῶν ἐξάλλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐξάλλοις τοῖς ἐξάλλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐξάλλους τὰ ἔξαλλ
     κλητική ! ἔξαλλοι ἔξαλλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξάλλω τὼ ἐξάλλω
      γεν-δοτ τοῖν ἐξάλλοιν τοῖν ἐξάλλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔξαλλος < (ἐξ) ἔξ- + αρχαία ελληνική ἄλλος [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔξαλλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. τελείως διαφορετικός από τους υπόλοιπους, διακεκριμένος
  2. (μεταφορικά) εξαίρετος, πολύτιμος
  3. (κατ’ επέκταση) ασυνήθης, παράδοξος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. έξαλλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. έξαλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας