ἔξαλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἔξαλλος | τὸ | ἔξαλλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐξάλλου | τοῦ | ἐξάλλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐξάλλῳ | τῷ | ἐξάλλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἔξαλλον | τὸ | ἔξαλλον | ||
κλητική ὦ! | ἔξαλλε | ἔξαλλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἔξαλλοι | τὰ | ἔξαλλᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐξάλλων | τῶν | ἐξάλλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐξάλλοις | τοῖς | ἐξάλλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐξάλλους | τὰ | ἔξαλλᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἔξαλλοι | ἔξαλλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξάλλω | τὼ | ἐξάλλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξάλλοιν | τοῖν | ἐξάλλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔξαλλος < (ἐξ) ἔξ- + αρχαία ελληνική ἄλλος [1]
Επίθετο
επεξεργασίαἔξαλλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- τελείως διαφορετικός από τους υπόλοιπους, διακεκριμένος
- (μεταφορικά) εξαίρετος, πολύτιμος
- (κατ’ επέκταση) ασυνήθης, παράδοξος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έξαλλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ έξαλλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- ἔξαλλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔξαλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.