Δείτε επίσης: εχέφρων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἐχεφρον-
ονομαστική / ἐχέφρων τὸ ἐχέφρον
      γενική τοῦ/τῆς ἐχέφρονος τοῦ ἐχέφρονος
      δοτική τῷ/τῇ ἐχέφρον τῷ ἐχέφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐχέφρον τὸ ἐχέφρον
     κλητική ! ἐχέφρον ἐχέφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐχέφρονες τὰ ἐχέφρον
      γενική τῶν ἐχεφρόνων τῶν ἐχεφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐχέφροσῐ(ν) τοῖς ἐχέφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐχέφρονᾰς τὰ ἐχέφρον
     κλητική ! ἐχέφρονες ἐχέφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐχέφρονε τὼ ἐχέφρονε
      γεν-δοτ τοῖν ἐχεφρόνοιν τοῖν ἐχεφρόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐχέφρων < ἐχέ- ( < ἔχω) + -φρων (φρήν)

  Επίθετο επεξεργασία

ἐχέφρων, -ων, -ον

  • ο συνετός, ο μυαλωμένος, ο εχέφρων
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Πῶς δεῖ τὸν νέον ποιημάτων ἀκούειν, 30F6
    τὸν Ὀδυσσέα φάσκουσα μὴ περιορᾶν μηδὲ προλείπειν οὕνεκ΄ ἐπητής ἐστι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων

  Πηγές επεξεργασία