ἐρικυδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐρικυδής, -ής, -ές, υπερθετικός : ἐρικυδέστατος
- πολύ ένδοξος, πολύ διάσημος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 327 (326-328)
- οὐδ᾽ ὅτε Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο ἀνάσσης, | οὐδ᾽ ὁπότε Λητοῦς ἐρικυδέος, οὐδὲ σεῦ αὐτῆς, | ὡς σέο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
- ή της ωραίας Δήμητρος μου άρεσαν τα κάλλη | ή της περίλαμπρης Λητούς, ή πρώτα τα δικά σου, | καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα».
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ὅτε Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο ἀνάσσης, | οὐδ᾽ ὁπότε Λητοῦς ἐρικυδέος, οὐδὲ σεῦ αὐτῆς, | ὡς σέο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 327 (326-328)
- υπέροχος, λαμπρός, πλούσιος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 802 (801-803)
- χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα | εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα | δώμασιν ἐν Πριάμοιο, διοτρεφέος βασιλῆος.
- Και αφού το μνήμα ετοίμασαν, συναθροισθήκαν όλοι | με τάξιν και εκάθησαν στο θαυμαστό τραπέζι | μέσα στα υψηλά δώματα του σεβαστού Πριάμου.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα | εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα | δώμασιν ἐν Πριάμοιο, διοτρεφέος βασιλῆος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 280 (279-280)
- Οἱ δ᾽ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾽ ὑπέρτερα καὶ ἑρύσαντο, | μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα·
- Οι άλλοι πάλι στο παλάτι, ψημένα πια τα πανωκρέατα, τα τράβηξαν | απ᾽ τη φωτιά, τα μοιραστήκαν μεταξύ τους, απολαμβάνοντας το πλούσιο γεύμα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Οἱ δ᾽ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾽ ὑπέρτερα καὶ ἑρύσαντο, | μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 802 (801-803)
- ακμαίος, ο γεμάτος ζωή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 225 (225-226)
- αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβης ἐρικυδέος ἵκετο μέτρον, | αὐτοῦ μιν κατέρυκε, δίδου δ᾽ ὅ γε θυγατέρα ἥν·
- και ότ᾽ έφθασε της ζηλευτής νεότητος στο άνθος, | του έδωκε την κόρην του σιμά του να τον έχει,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβης ἐρικυδέος ἵκετο μέτρον, | αὐτοῦ μιν κατέρυκε, δίδου δ᾽ ὅ γε θυγατέρα ἥν·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 988 (988-991)
- τόν ῥα νέον τέρεν ἄνθος ἔχοντ᾽ ἐρικυδέος ἥβης | παῖδ᾽ ἀταλὰ φρονέοντα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη | ὦρτ᾽ ἀνερειψαμένη, καί μιν ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς | νηοπόλον μύχιον ποιήσατο, δαίμονα δῖον.
- Αυτόν, σαν είχε ακόμα φρέσκο το απαλό λουλούδι της ξακουστής της νιότης, | ένα παιδί με σκέψεις τρυφερές, η Αφροδίτη | που αγαπάει τα χαμόγελα τον σήκωσε αναρπάζοντάς τον και στα βάθη των πανίερων των ναών της | φύλακα τον έκανε, δαίμονα θείο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τόν ῥα νέον τέρεν ἄνθος ἔχοντ᾽ ἐρικυδέος ἥβης | παῖδ᾽ ἀταλὰ φρονέοντα φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη | ὦρτ᾽ ἀνερειψαμένη, καί μιν ζαθέοις ἐνὶ νηοῖς | νηοπόλον μύχιον ποιήσατο, δαίμονα δῖον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 225 (225-226)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κῦδος
Πηγές
επεξεργασία- ἐρικυδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρικυδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.