ἐπιπλοκή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐπιπλοκή | αἱ | ἐπιπλοκαί |
γενική | τῆς | ἐπιπλοκῆς | τῶν | ἐπιπλοκῶν |
δοτική | τῇ | ἐπιπλοκῇ | ταῖς | ἐπιπλοκαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἐπιπλοκήν | τὰς | ἐπιπλοκᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἐπιπλοκή | ἐπιπλοκαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιπλοκᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιπλοκαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐπιπλοκή < αρχαία ελληνική ἐπιπλέκω < ἐπι- + πλέκω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιπλοκή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (κυριολεκτικά) πλέξιμο
- (κατ’ επέκταση) σύνδεση, σύνδεσμος
- (μεταφορικά) μπέρδεμα, σύγχυση
- (ιατρική) επιπλοκή
- (γραμματική) παρεμβολή (γράμματος)
- (μετρική, ρυθμική) διαπλοκή
- κράμα
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιπλοκή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.