Δείτε επίσης: επιπλοκή

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιπλοκή αἱ ἐπιπλοκαί
      γενική τῆς ἐπιπλοκῆς τῶν ἐπιπλοκῶν
      δοτική τῇ ἐπιπλοκ ταῖς ἐπιπλοκαῖς
    αιτιατική τὴν ἐπιπλοκήν τὰς ἐπιπλοκᾱ́ς
     κλητική ! ἐπιπλοκή ἐπιπλοκαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιπλοκᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιπλοκαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιπλοκή < αρχαία ελληνική ἐπιπλέκω < ἐπι- + πλέκω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπιπλοκή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (κυριολεκτικά) πλέξιμο
  2. (κατ’ επέκταση) σύνδεση, σύνδεσμος
  3. (μεταφορικά) μπέρδεμα, σύγχυση
  4. (ιατρική) επιπλοκή
  5. (γραμματική) παρεμβολή (γράμματος)
  6. (μετρική, ρυθμική) διαπλοκή
  7. κράμα

  Πηγές επεξεργασία