Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπιβόητος τὸ ἐπιβόητον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιβοήτου τοῦ ἐπιβοήτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιβοήτ τῷ ἐπιβοήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπιβόητον τὸ ἐπιβόητον
     κλητική ! ἐπιβόητε ἐπιβόητον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπιβόητοι τὰ ἐπιβόητ
      γενική τῶν ἐπιβοήτων τῶν ἐπιβοήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιβοήτοις τοῖς ἐπιβοήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιβοήτους τὰ ἐπιβόητ
     κλητική ! ἐπιβόητοι ἐπιβόητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιβοήτω τὼ ἐπιβοήτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιβοήτοιν τοῖν ἐπιβοήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιβόητος < ἐπιβοάω

  Επίθετο επεξεργασία

ἐπιβόητος, -ος, -ον

  1. (με αρνητική σημασία) διαβόητος, περιβόητος
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 16.1
    ὧν γὰρ πέρι ἐπιβόητός εἰμι, τοῖς μὲν προγόνοις μου καὶ ἐμοὶ δόξαν φέρει ταῦτα, τῇ δὲ πατρίδι καὶ ὠφελίαν.
    • Τα όσα προκαλούν θόρυβο γύρω από τ᾽ όνομά μου, προσπορίζουν δόξα στους προγόνους μου και σ᾽ εμένα, αλλά και ωφελούν την πολιτεία.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    • Για όσα πράγματα είμαι διαβόητος, αυτά επιφέρουν δόξα στους προγόνους μου και σ᾽ εμένα, αλλά και ωφέλεια στην πολιτεία.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
    ※  3ος↑ αιώνας Ασκληπιάδης ο Σάμιος, Επίγραμμα X στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 5ο, επίγραμμα 150, εἰς Νικώ @books.google.gr
    Ὡμολόγησ᾽ ἥξειν εἰς νύκτα μοι ἡ ᾿πιβόητος
    Νικὼ καὶ σεμνὴν ὤμοσε Θεσμοφόρον,
    κοὐχ ἥκει, φυλακὴ δὲ παροίχεται. ἄρ᾽ ἐπιορκεῖν
    ἤθελε; τὸν λύχνον, παῖδες, ἀποσβέσατε.
    Συμφώνησε ότι θα μου έρθει τη νύχτα η διαβόητη
    Νικώ και ορκίστηκε στη σεμνή Θεσμοφόρο (Δήμητρα),
    αλλά δεν ήρθε και πέρασε ένα μέρος της νύχτας. Άραγε ήθελε να παραβεί τον όρκο της;
    Δούλοι, σβήστε τελείως το λυχνάρι.
    Μετάφραση: Νάστος Ιωάννης, Τα επιγράμματα του Ασκληπιάδου του Σαμίου: εισαγωγή - κείμενο - μετάφραση - σχολία, διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ, Αθήνα, 2002, σελ. 55
    ΣτΕ: Οι μελετητές δεν συμφωνούν για το αν η λέξη (ἐπιβόητος) έχει θετική ή αρνητική σημασία στο παραπάνω επίγραμμα.
     συνώνυμα: περιβόητος
  2. (με θετική σημασία) διάσημος, περίφημος
     συνώνυμα: διαβόητος, περιβόητος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία