Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Λείπουν οι αρχικοί χρόνοι. Ας γίνει έλεγχος σε όλους τους ορισμούς από Liddell-Scott. Χρειάζονται παραδείγματα. Sarri.greek 20:27, 3 Ιουλίου 2020 (UTC).


  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπιβοάω < ἐπι- + βοάω

ἐπιβοάω

  1. (+ δοτική) φωνάζω κάποιον
  2. εκφράζομαι με δυνατή φωνή εναντίον κάποιου
  3. κάνω εκφώνηση
  4. ψάλλω
  5. επευφημώ
  6. κάνω επίκληση
  7. ζητώ βοήθεια φωνάζοντας
  8. γαβγίζω (για σκυλιά)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βοάω

  Αναφορές

επεξεργασία