ἐξημαρτημένος, -η, -ον

  • μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (ἐξημάρτημαι) του ρήματος ἐξαμαρτάνω
    1. στη σημασία: (για πολίτευμα) έχω σοβαρές ελλείψεις
      ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 1289b Δ 1289b
      ἐκεῖνος μὲν γὰρ ἔκρινε πασῶν μὲν οὐσῶν ἐπιεικῶν, οἷον ὀλιγαρχίας τε χρηστῆς καὶ τῶν ἄλλων, χειρίστην δημοκρατίαν, φαύλων δὲ ἀρίστην· ἡμεῖς δὲ ὅλως ταύτας ἐξημαρτημένας εἶναί φαμεν, καὶ βελτίω μὲν ὀλιγαρχίαν ἄλλην ἄλλης οὐ καλῶς ἔχειν λέγειν, ἧττον δὲ φαύλην. ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς τοιαύτης κρίσεως ἀφείσθω τὰ νῦν·
      λείπει η μετάφραση
    2. στη σημασία: εκτελούμαι εσφαλμένα, δεν διαχειρίζομαι σωστά
      ※  1ος κε αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκή αρχαιολογία/ια, 156
      προυτρέπετο δὲ μᾶλλον πρὸς εὐωχίαν ὁρμήσαντας ποιεῖν τὰ πρόσφορα τῇ ἑορτῇ καὶ κεχαρισμένα, καὶ τὴν μετάνοιαν καὶ λύπην τὴν ἐπὶ τοῖς ἔμπροσθεν ἐξημαρτημένοις ἀσφάλειάν τε ἕξειν καὶ φυλακὴν τοῦ μηδὲν ὅμοιον συμπεσεῖν.
      ΣτΕ: Ο Ιώσηπος αναφέρεται στον εορτασμό της γιορτής της σκηνοπηγίας.

Παράγωγα

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐξημαρτημένος ἐξημαρτημένη τὸ ἐξημαρτημένον
      γενική τοῦ ἐξημαρτημένου τῆς ἐξημαρτημένης τοῦ ἐξημαρτημένου
      δοτική τῷ ἐξημαρτημέν τῇ ἐξημαρτημέν τῷ ἐξημαρτημέν
    αιτιατική τὸν ἐξημαρτημένον τὴν ἐξημαρτημένην τὸ ἐξημαρτημένον
     κλητική ! ἐξημαρτημένε ἐξημαρτημένη ἐξημαρτημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐξημαρτημένοι αἱ ἐξημαρτημέναι τὰ ἐξημαρτημέν
      γενική τῶν ἐξημαρτημένων τῶν ἐξημαρτημένων τῶν ἐξημαρτημένων
      δοτική τοῖς ἐξημαρτημένοις ταῖς ἐξημαρτημέναις τοῖς ἐξημαρτημένοις
    αιτιατική τοὺς ἐξημαρτημένους τὰς ἐξημαρτημένᾱς τὰ ἐξημαρτημέν
     κλητική ! ἐξημαρτημένοι ἐξημαρτημέναι ἐξημαρτημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐξημαρτημένω τὼ ἐξημαρτημέν τὼ ἐξημαρτημένω
      γεν-δοτ τοῖν ἐξημαρτημένοιν τοῖν ἐξημαρτημέναιν τοῖν ἐξημαρτημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές