Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐντευκτικός ἐντευκτική τὸ ἐντευκτικόν
      γενική τοῦ ἐντευκτικοῦ τῆς ἐντευκτικῆς τοῦ ἐντευκτικοῦ
      δοτική τῷ ἐντευκτικ τῇ ἐντευκτικ τῷ ἐντευκτικ
    αιτιατική τὸν ἐντευκτικόν τὴν ἐντευκτικήν τὸ ἐντευκτικόν
     κλητική ! ἐντευκτικέ ἐντευκτική ἐντευκτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐντευκτικοί αἱ ἐντευκτικαί τὰ ἐντευκτικᾰ́
      γενική τῶν ἐντευκτικῶν τῶν ἐντευκτικῶν τῶν ἐντευκτικῶν
      δοτική τοῖς ἐντευκτικοῖς ταῖς ἐντευκτικαῖς τοῖς ἐντευκτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἐντευκτικούς τὰς ἐντευκτικᾱ́ς τὰ ἐντευκτικᾰ́
     κλητική ! ἐντευκτικοί ἐντευκτικαί ἐντευκτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐντευκτικώ τὼ ἐντευκτικᾱ́ τὼ ἐντευκτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἐντευκτικοῖν τοῖν ἐντευκτικαῖν τοῖν ἐντευκτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντευκτικός < ἐντυγχάνω

  Επίθετο επεξεργασία

ἐντευκτικός, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. ευπροσήγορος, γλυκομίλητος, ευγενικός
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ παίδων ἀγωγῆς, Section 14, 10a p.v.1.p.22 @scaife.perseus
    εἶτά γε μὴν ἐντευκτικοὺς αὐτοὺς εἶναι παρασκευαστέον καὶ φιλοπροσηγόρους οὐδὲν γὰρ ὡς τὰ ἀνέντευκτα τῶν ἠθῶν ἐστιν οὕτως ἀξιομίσητον.
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αλκιβιάδης, 13.2 @scaife.perseus
    ἐντευκτικὸς γὰρ ἰδίᾳ καὶ πιθανὸς ἐδόκει μᾶλλον ἢ φέρειν ἀγῶνας ἐν δήμῳ δυνατός.
  2. ικετευτικός, παρακλητικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία