ἐντευκτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐντευκτικός < ἐντυγχάνω
Επίθετο
επεξεργασίαἐντευκτικός, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)
- ευπροσήγορος, γλυκομίλητος, ευγενικός
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ παίδων ἀγωγῆς, Section 14, 10a p.v.1.p.22 @scaife.perseus
- εἶτά γε μὴν ἐντευκτικοὺς αὐτοὺς εἶναι παρασκευαστέον καὶ φιλοπροσηγόρους οὐδὲν γὰρ ὡς τὰ ἀνέντευκτα τῶν ἠθῶν ἐστιν οὕτως ἀξιομίσητον.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Αλκιβιάδης, 13.2 @scaife.perseus
- ἐντευκτικὸς γὰρ ἰδίᾳ καὶ πιθανὸς ἐδόκει μᾶλλον ἢ φέρειν ἀγῶνας ἐν δήμῳ δυνατός.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ παίδων ἀγωγῆς, Section 14, 10a p.v.1.p.22 @scaife.perseus
- ικετευτικός, παρακλητικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἐντυγχάνω
Πηγές
επεξεργασία- ἐντευκτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐντευκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.