ἐγκύκλιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐγκύκλιος | ἡ | ἐγκυκλίᾱ & ἐγκυκλίη |
τὸ | ἐγκύκλιον |
γενική | τοῦ/τῆς | ἐγκυκλίου | τῆς | ἐγκυκλίᾱς & ἐγκυκλίης |
τοῦ | ἐγκυκλίου |
δοτική | τῷ/τῇ | ἐγκυκλίῳ | τῇ | ἐγκυκλίᾳ & ἐγκυκλίῃ |
τῷ | ἐγκυκλίῳ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐγκύκλιον | τὴν | ἐγκυκλίᾱν & ἐγκυκλίην |
τὸ | ἐγκύκλιον |
κλητική ὦ! | ἐγκύκλιε | ἐγκυκλίᾱ & ἐγκυκλίη |
ἐγκύκλιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐγκύκλιοι | αἱ | ἐγκύκλιαι | τὰ | ἐγκύκλιᾰ |
γενική | τῶν | ἐγκυκλίων | τῶν | ἐγκυκλίων | τῶν | ἐγκυκλίων |
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐγκυκλίοις | ταῖς | ἐγκυκλίαις | τοῖς | ἐγκυκλίοις |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐγκυκλίους | τὰς | ἐγκυκλίᾱς | τὰ | ἐγκύκλιᾰ |
κλητική ὦ! | ἐγκύκλιοι | ἐγκύκλιαι | ἐγκύκλιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγκυκλίω | τὼ | ἐγκυκλίᾱ | τὼ | ἐγκυκλίω |
γεν-δοτ | τοῖν | ἐγκυκλίοιν | τοῖν | ἐγκυκλίαιν | τοῖν | ἐγκυκλίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἐγκύκλιος' όπως «ἐγκύκλιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐγκύκλιος, -ος/(-ία, -ίη), -ον
- κυκλικός
- επαναλαμβανόμενος, πχ για αξιώματα που απαιτούν ετήσια εκλογή
- καθημερινός, συνηθισμένος
- κοινός
- (ελληνιστική σημασία , για την παιδεία) γενικός, όχι ακόμη εξειδικευμένος για τις ανάγκες μιας επιστήμης ή επαγγέλματος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη κύκλος
Πηγές
επεξεργασία- ἐγκύκλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐγκύκλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.