Ἀγραῖος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ἀγραῖος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ἀγραῖος αρσενικό (θηλυκό Ἀγραία) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ἀγραῖος)
- (καθαρεύουσα) Αγραίος: ο κάτοικος των Αγράφων (της Ἀγραίας) ή κάποιος αρματολός αυτής της περιοχής
- ※ Ἕτοιμοι δ’ ὅπως ἐπιπέσωσι κατὰ τῶν Τρικάλων τῆς Θεσσαλίας, ἐζήτησαν πρὸς τοῦτο τὴν σύμπραξιν τῶν Ἀγραίων. (Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Αθήνα 1861, τ. 4, σελ. 150.)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ἀγραῖος < ἀγραῖος
Επίθετο
επεξεργασία
Ἀγραῖος, -α, -ον
- (προσωνυμία) επίθετο του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας (Ἀγραία)
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Ἀγραῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.