ἄτη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾱτᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἄτη | αἱ | ἆται | |
γενική | τῆς | ἄτης | τῶν | ἀτῶν | |
δοτική | τῇ | ἄτῃ | ταῖς | ἄταις | |
αιτιατική | τὴν | ἄτην | τὰς | ἄτᾱς | |
κλητική ὦ! | ἄτη | ἆται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἄταιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄτη < ἀάω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄτη [ ᾱ ] θηλυκό (δωρικός τύπος : ἄτα, αιολικός τύπος : αὐάτα)
- η ταραχή, η σύγχυση του πνεύματος, που οδηγεί σε λανθασμένες και καταστροφικές αποφάσεις και που προκαλείται από τύφλωση ή αυταπάτη που στέλνουν οι θεοί, ως επί το πλείστον ως τιμωρία
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 261 (στίχοι 260-262)
- ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νέεσθαι | ἂψ οἶκόνδ᾽, ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη | δῶχ᾽,
- γιατί είχα αλλάξει μέσα μου, | ήθελα πια σπίτι μου να γυρίσω μετανιωμένη για την τύφλα μου, | που μου τη φόρτωσε η Αφροδίτη·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐπεὶ ἤδη μοι κραδίη τέτραπτο νέεσθαι | ἂψ οἶκόνδ᾽, ἄτην δὲ μετέστενον, ἣν Ἀφροδίτη | δῶχ᾽,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 19 (Τ. Μήνιδος ἀπόρρησις.), στίχ. 88 (στίχοι 87-88)
- ἀλλὰ Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ ἠεροφοῖτις Ἐρινύς, | οἵ τέ μοι εἰν ἀγορῇ φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην,
- αλλά είναι ο Ζευς κι η Μοίρα και η νυκτοπλάνητη Ερινύς, | που την αγρίαν Άτην τότε μέσα στη σύνοδον εβάλαν εις τον νουν μου,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀλλὰ Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ ἠεροφοῖτις Ἐρινύς, | οἵ τέ μοι εἰν ἀγορῇ φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 261 (στίχοι 260-262)
- εξαπάτηση
- τυφλότητα δικαστική
- καταστροφή, βλάβη, όλεθρος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 819
- ἄτης θύελλαι ζῶσι·
- και του ολέθρου οι μπόρες ζούνε,
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἄτης θύελλαι ζῶσι·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 32.6
- ὁ μὲν ἐπιθυμίην ἐκτελέσαι καὶ ἄτην μεγάλην προσπεσοῦσαν ἐνεῖκαι δυνατώτερος,
- Ο πρώτος έχει πιο πολλά μέσα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και για να σηκώσει μια συμφορά μεγάλη που τον βρήκε, περισσότερη δύναμη.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ὁ μὲν ἐπιθυμίην ἐκτελέσαι καὶ ἄτην μεγάλην προσπεσοῦσαν ἐνεῖκαι δυνατώτερος,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 819
- λοιμός
- → δείτε και τη λέξη Ἄτη: η θεότητα της συμφοράς
Πηγές
επεξεργασία- ἄτη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄτη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια: Η ἄτη
- www.perseus.tufts.edu