Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυφλότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
τυφλότητ
α
οι
τυφλότητ
ες
γενική
της
τυφλότητ
ας
των
τυφλοτήτ
ων
αιτιατική
την
τυφλότητ
α
τις
τυφλότητ
ες
κλητική
τυφλότητ
α
τυφλότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυφλότητα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυφλότητα
θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυφλότητα
αγγλικά
:
blindness
(en)