Δείτε επίσης: Ἄσπετος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄσπετος τὸ ἄσπετον
      γενική τοῦ/τῆς ἀσπέτου τοῦ ἀσπέτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀσπέτ τῷ ἀσπέτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄσπετον τὸ ἄσπετον
     κλητική ! ἄσπετε ἄσπετον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄσπετοι τὰ ἄσπετ
      γενική τῶν ἀσπέτων τῶν ἀσπέτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀσπέτοις τοῖς ἀσπέτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀσπέτους τὰ ἄσπετ
     κλητική ! ἄσπετοι ἄσπετ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσπέτω τὼ ἀσπέτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀσπέτοιν τοῖν ἀσπέτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄσπετος < ἄ- στερητικό + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄσπετος, -ος, -ον

  1. απερίγραπτα μεγάλος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 558 (555-559)
    ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐν οὐρανῷ ἄστρα φαεινὴν ἀμφὶ σελήνην | φαίνετ᾽ ἀριπρεπέα, ὅτε τ᾽ ἔπλετο νήνεμος αἰθήρ· | ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι | καὶ νάπαι· οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ, | πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα, γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν·
    Και ως τ᾽ άστρα, οπού σπιθοβολούν σ᾽ ανάνεμον αιθέρα | χαριτωμένα ολόγυρα στην φωτεινήν σελήνην — | φαίνεται κάθε κορυφή, καθ᾽ άκρη, κάθε πλάγι, | ως άνοιξε απ᾽ τον ουρανόν απέραντος αιθέρας, | που τ᾽ άστρα όλα εφανέρωσε και χαίρονται οι ποιμένες·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 407 (407-408)
    ἡ δ᾽ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον ἔσιδεν αἷμα, | ἴθυσέν ῥ᾽ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα ἔσιδεν ἔργον·
    Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν στο αίμα, | πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας το μεγάλο αυτό κατόρθωμα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 615 (614-616)
    ἤδη δαλὸς ἠνθρακωμένος | κρύπτεται ἐς σποδιάν, δρυὸς ἄσπετον | ἔρνος.
    Κρυμμένος μες στην ανθρακιά τον περιμένει | κλάδος πελώριος από δρυ, | δαυλί πυρακτωμένο.
    Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  2. ανείπωτος, άφατος
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 379
    ῥεῖα δέ κεν πλεόνεσσι πόροι Ζεὺς ἄσπετον ὄλβον·
    Εύκολα ωστόσο ο Δίας και σε πιο πολλούς μπορεί να δώσει άφατο πλούτο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. αναρίθμητος, αμέτρητος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 127 (127-128)
    Αὐτὰρ ἐπεὶ πάντῃ παρακάββαλον ἄσπετον ὕλην, | ἥατ᾽ ἄρ᾽ αὖθι μένοντες ἀολλέες.
    και αφού με ξύλ᾽ αμέτρητα τον τόπον εσκεπάσαν | καθήμενοι επερίμεναν·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη

Άλλες μορφές

επεξεργασία